- ζωόλιθος
- οπαλαιότερη ονομ. τών απολιθωμένων μέσα στα στρώματα τής γης λειψάνων ζώων, το απολίθωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolithe < zoo (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]*) + -lithe (πρβλ. λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.